Ο Νίκος Καζαντζάκης έγραφε όπως ζούσε - ελεύθερα
68 χρόνια από τον θάνατό του, ο Νίκος Καζαντζάκης παραμένει σύμβολο ελευθερίας σκέψης και δημιουργίας. Ένας συγγραφέας που δεν υπάκουσε ποτέ σε κανέναν κανόνα.
Σαν σήμερα, 26 Οκτωβρίου 1957, ο σπουδαίος Νίκος Καζαντζάκης πεθαίνει σε κλινική του Φράιμπουργκ στη Γερμανία, ύστερα από σοβαρή επιδείνωση της υγείας του μετά από ταξίδι στην Κίνα. Ήταν 74 ετών. Η είδηση συγκλονίζει την Ελλάδα και ανοίγει ξανά τον δημόσιο διάλογο για έναν δημιουργό που λατρεύτηκε από το κοινό και αμφισβητήθηκε από κατεστημένα της εποχής.
Ποιος ήταν ο Νίκος Καζαντζάκης
Γεννημένος στο Ηράκλειο το 1883, απόφοιτος Νομικής Αθηνών (1906), στράφηκε πολύ νωρίς στη λογοτεχνία («Όφις και Κρίνο» με ψευδώνυμο Κάρμα Νιρβαμή). Ταξίδεψε, μελέτησε φιλοσοφία, αναζήτησε πνευματικούς δρόμους και έγραψε ακατάπαυστα.
Στο έργο του κυριαρχούν η εσωτερική ελευθερία, η αξιοπρέπεια, η τόλμη, η περίφημη «Κρητική Ματιά»: Να κοιτάς τον φόβο κατάματα και να ζεις ως θνητός, σαν να είσαι αθάνατος.
Έργα – ορόσημα
- «Οδύσσεια»: επικό ποίημα 33.333 στίχων σε 24 ραψωδίες· δεκατριετής άσκηση πάνω στο έπος του «σύγχρονου ανθρώπου».
- «Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» (1947): το βιβλίο που τον έκανε σύμβολο ζωτικής ελευθερίας.
- «Τελευταίος Πειρασμός» (1955), «Καπετάν Μιχάλης», θεατρικά, ταξιδιωτικά, μεταφράσεις (π.χ. Ιλιάδα με Κακριδή).
Υπηρέτησε επίσης διεθνείς στόχους πολιτισμού μέσω UNESCO (1947–48).
Πολιτική και δημόσια δράση
Μετά την Κατοχή προεδρεύει της Σοσιαλιστικής Εργατικής Κίνησης και γίνεται υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου (1945–46). Το 1945 διεκδικεί θέση στην Ακαδημία Αθηνών (χάνει για δύο ψήφους).
Υπήρξε πολυϋποψήφιος για Νόμπελ Λογοτεχνίας (9 χρονιές, 14 προτάσεις), χωρίς να το λάβει. Παραμένει όμως ο πιο μεταφρασμένος σύγχρονος Έλληνας συγγραφέας.
Διχασμός και εκκλησιαστικές αντιδράσεις
Ο Καζαντζάκης κατηγορήθηκε από συντηρητικούς κύκλους ως «άθεος» ή «κομμουνιστής». Κείμενά του καταδικάστηκαν, όμως τυπικός αφορισμός από την Ορθόδοξη Εκκλησία δεν εκδόθηκε. Η ένταση, πάντως, σημάδεψε και τον θάνατό του: αντιδράσεις για την εκκλησιαστική τελετή, δημόσιες αντιπαραθέσεις, αλλά και μια τεράστια λαϊκή συμμετοχή στο ύστατο χαίρε.
Το τελευταίο ταξίδι του Νίκου Καζαντζάκη
Προσβεβλημένος από λευχαιμία, νοσηλεύεται σε Κοπεγχάγη και Φράιμπουργκ. Μετά τον θάνατό του, η σορός μεταφέρεται στην Αθήνα στις 4 Νοεμβρίου 1957, μέσα σε κλίμα συγκίνησης αλλά και έντονων αντιδράσεων.
Ο τότε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Θεόκλητος βρήκε την ευκαιρία να επιτεθεί για ακόμη μία φορά στον «αθυρόστομο υβριστή», όπως τον αποκαλούσε, αρνούμενος κάθε εκκλησιαστική τελετή. Ορθόδοξοι σύλλογοι έστειλαν τηλεγραφήματα στη Μητρόπολη Κρήτης και στην Ιερά Σύνοδο, ζητώντας να μην τελεστεί καμία νεκρώσιμη ακολουθία και να απαγορευτεί η ταφή του σε χριστιανικό νεκροταφείο.
Την κρίσιμη εκείνη στιγμή, καθοριστική στάθηκε η παρέμβαση του Αριστοτέλη Ωνάση, ο οποίος -όπως αναφέρεται- διέθεσε αεροσκάφος της Ολυμπιακής για τη μεταφορά της σορού στην Κρήτη.
Όταν το αεροπλάνο προσγειώθηκε στο Ηράκλειο, μια ατελείωτη ανθρωποθάλασσα περίμενε να υποδεχτεί τον μεγάλο συγγραφέα. Καλλιτέχνες, διανοούμενοι, πολιτικοί, αλλά και απλοί πολίτες, στάθηκαν σιωπηλοί, με λουλούδια στα χέρια, για να τον αποχαιρετήσουν.
Με την έγκριση του Μητροπολίτη Κρήτης Ευγενίου, το φέρετρο τοποθετήθηκε στον Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Μηνά. Ο Ευγένιος, αψηφώντας τις πιέσεις της Εκκλησίας, έψαλε σύντομη επιμνημόσυνη δέηση, δίνοντας το παράδειγμα θάρρους και σεβασμού απέναντι στο πνεύμα του Καζαντζάκη.
Κρητικοί ντυμένοι με παραδοσιακές φορεσιές και γυναίκες με μαύρες μαντίλες στάθηκαν γύρω από το φέρετρο, ενώ εκατοντάδες στέφανα κάλυψαν το δάπεδο του ναού. Το λαϊκό προσκύνημα κράτησε μέχρι αργά τη νύχτα. Στις 5 Νοεμβρίου, στις 11 το πρωί, τελέστηκε η νεκρώσιμη ακολουθία παρουσία του Αρχιεπισκόπου Κρήτης Ευγενίου και δεκαεπτά ιερέων. Η ταφή ακολούθησε χωρίς τη συμμετοχή κληρικών, μετά από ρητή απαγόρευση του Αρχιεπισκόπου Αθηνών.
Το σώμα του συγγραφέα οδηγήθηκε τελικά στον προμαχώνα Μαρτινένγκο, πάνω στα βενετσιάνικα τείχη του Ηρακλείου, εκεί όπου αναπαύεται έως σήμερα. Στην ταφόπλακα χαράχθηκαν οι λέξεις που ο ίδιος είχε επιλέξει ως πνευματική του διαθήκη: «Δεν ελπίζω τίποτα. Δεν φοβάμαι τίποτα. Είμαι ελεύθερος».
Οι αντιδράσεις της εποχής
Η κηδεία του Καζαντζάκη προκάλεσε τότε θύελλα αντιδράσεων από ακραίους εκκλησιαστικούς κύκλους.
Ο μετέπειτα Μητροπολίτης Φλωρίνης Αυγουστίνος Καντιώτης έγραψε τότε: «Σήμερα ήταν σκοτεινή μέρα για το Έθνος. Ο Χριστός ξανασταυρώθηκε από τους αισχρούς αντιπροσώπους της λογοτεχνίας… Ο Αρχιεπίσκοπος Κρήτης επέτρεψε στον βλάσφημο να μπει σε Χριστιανική εκκλησία».
Λόγια που αποτυπώνουν όχι μόνο το κλίμα της εποχής, αλλά και το βάθος της ρήξης ανάμεσα σε έναν τολμηρό στοχαστή και την καθεστηκυία πνευματική τάξη.
Κι όμως, πάνω από τις αντιδράσεις και τις απαγορεύσεις, ο λαός ήταν εκεί για να τον αποχαιρετήσει - τον συγγραφέα που μίλησε για την ελευθερία με το δικό του, ανυπότακτο τρόπο.